Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀμβάδι' — ἐμβάδια , ἐμβάδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικωνώ — έω, Α αλείφω κάτι ολόγυρα με πίσσα 2. φρ. «περικωνῶ τὰ ἐμβάδια» στιλβώνω, γυαλίζω τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κωνῶ «επιχρίω με πίσσα»] … Dictionary of Greek